- επιλύνω
- επέλυσα, επιλύθηκα, επιλυμένος, μτβ., λύνω κάτι τελικά, και μτφ., εξηγώ, ερμηνεύω, βρίσκω τη σωστή λύση: Επιλύθηκε το πρόβλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.